Δείτε επίσης: σελήνη, σέλινο

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το σελίνι τα σελίνια
      γενική του σελινιού των σελινιών
    αιτιατική το σελίνι τα σελίνια
     κλητική σελίνι σελίνια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
Ένα αγγλικό σελίνι του 1955

  Ετυμολογία επεξεργασία

σελίνι < (άμεσο δάνειο) ιταλική scellini πληθυντικός αριθμός του scellino (αρσενικό) < γαλλική schelling < αγγλική shilling < πρωτογερμανική *skillingaz < *skiljaną (κόβω, χωρίζω, διαιρώ) (< πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *(s)kelH-) +‎ *-lingaz [1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /seˈli.ni/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σε‐λί‐νι
ομόηχο: σελήνη

  Ουσιαστικό επεξεργασία

σελίνι ουδέτερο

  1. (παρωχημένο) νόμισμα που χρησιμοποιούνταν παλιότερα στο Ηνωμένο Βασίλειο, ίσο με το 1/12 της στερλίνας και με 12 παλαιές πένες
  2. (παρωχημένο) νόμισμα που χρησιμοποιούνταν παλιότερα στην Κύπρο
  3. (νόμισμα) που χρησιμοποιείται ακόμα και σήμερα σε διάφορες χώρες τις Αφρικής
  4. (κυπριακά) γενική λέξη για οποιοδήποτε κέρμα

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία