Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το σελάχι τα σελάχια
      γενική του σελαχιού των σελαχιών
    αιτιατική το σελάχι τα σελάχια
     κλητική σελάχι σελάχια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
Σαλάχι

  Ετυμολογία 1 επεξεργασία

σελάχι < αρχαία ελληνική σελάχιον

  Ουσιαστικό επεξεργασία

σελάχι ουδέτερο

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Ετυμολογία 2 επεξεργασία

σελάχι < (άμεσο δάνειο) τουρκική silâh < αραβική سلاح (silāh, όπλο)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

σελάχι ουδέτερο

  • δερμάτινη ζώνη που φοριόταν πάνω από τη φουστανέλα και στην οποία έβαζαν τα όπλα τους οι μαχητές

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία