Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

σβαρνίζω < μεσαιωνική ελληνική σβαρν(ῶ) + μεταπλασμός σε -ίζω [1] Μορφολογικά, σβάρν(α) + -ίζω

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /zvaɾˈni.zo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σβαρ‐νί‐ζω

  Ρήμα επεξεργασία

σβαρνίζω, αόρ.: σβάρνισα, παθ.φωνή: σβαρνίζομαι, π.αόρ.: σβαρνίστηκα, μτχ.π.π.: σβαρνισμένος

  1. δουλεύω το χώμα με σβάρνα, θρυμματίζοντας τους σβώλους
    Πάω να σβαρνίσω το χωράφι για να φυτέψω τις ντομάτες.
  2. (μεταφορικά) παίρνω σβάρνα
    Χάλασαν τα φρένα του αυτοκινήτου και σβάρνισε έναν κάδο ανακύκλωσης.

Άλλες μορφές επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία