σαφήνεια
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- σαφήνεια < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική σαφήνεια < σαφηνής < σαφής
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /saˈfi.ni.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σα‐φή‐νει‐α
Ουσιαστικό επεξεργασία
σαφήνεια θηλυκό
- η ιδιότητα ενός νοήματος να είναι καθαρό και κατανοητό
Αντώνυμα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
→ και δείτε τη λέξη σαφής
Μεταφράσεις επεξεργασία
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | σαφήνειᾰ | αἱ | σαφήνειαι |
γενική | τῆς | σαφηνείᾱς | τῶν | σαφηνειῶν |
δοτική | τῇ | σαφηνείᾳ | ταῖς | σαφηνείαις |
αιτιατική | τὴν | σαφήνειᾰν | τὰς | σαφηνείᾱς |
κλητική ὦ! | σαφήνειᾰ | σαφήνειαι | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | σαφηνείᾱ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | σαφηνείαιν | ||
1η κλίση, Κατηγορία 'βοήθεια' όπως «βοήθεια» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
σαφήνεια < σαφην(ής) + -εια < σαφής < επίρρημα σάφα [1]
Ουσιαστικό επεξεργασία
σαφήνεια θηλυκό
- η σαφήνεια
Συγγενικά επεξεργασία
→ και δείτε τις λέξεις σαφηνής, σαφής και σάφα
Πηγές επεξεργασία
- σαφήνεια - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- σαφήνεια - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
- ↑ σαφής - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.