Δείτε επίσης: σατυρικός

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο σατιρικός η σατιρική το σατιρικό
      γενική του σατιρικού της σατιρικής του σατιρικού
    αιτιατική τον σατιρικό τη σατιρική το σατιρικό
     κλητική σατιρικέ σατιρική σατιρικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι σατιρικοί οι σατιρικές τα σατιρικά
      γενική των σατιρικών των σατιρικών των σατιρικών
    αιτιατική τους σατιρικούς τις σατιρικές τα σατιρικά
     κλητική σατιρικοί σατιρικές σατιρικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

σατιρικός < (άμεσο δάνειο) γαλλική satirique < satire < λατινική satira < satura, θηλυκό του satur < satis < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *sh₂tis ‎(χορτασμός, πλησμονή) < *seh₂- (χορταίνω)

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /sa.ti.ɾiˈkos/ αρσενικό
ΔΦΑ : /sa.ti.ɾiˈci/ θηλυκό
ΔΦΑ : /sa.ti.ɾiˈko/ ουδέτερο

  Επίθετο επεξεργασία

σατιρικός, -ή, -ό

  1. που σχετίζεται με τη σάτιρα
  2. που διακωμωδεί πρόσωπα και καταστάσεις
     συνώνυμα: κοροϊδευτικός, σκωπτικός

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία