Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο σατανικός η σατανική το σατανικό
      γενική του σατανικού της σατανικής του σατανικού
    αιτιατική τον σατανικό τη σατανική το σατανικό
     κλητική σατανικέ σατανική σατανικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι σατανικοί οι σατανικές τα σατανικά
      γενική των σατανικών των σατανικών των σατανικών
    αιτιατική τους σατανικούς τις σατανικές τα σατανικά
     κλητική σατανικοί σατανικές σατανικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

σατανικός < (ελληνιστική κοινή)

  Επίθετο επεξεργασία

σατανικός, -ή, -ό

  1. σχετικός με το σατανά
  2. (κατ’ επέκταση) καταχθόνιος, κακός, πονηρός, χαιρέκακος
    • σατανική σύμπτωση: εξαιρετικά σπάνια σύμπτωση

  Μεταφράσεις επεξεργασία