Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία

σαρκοφάγου

  1. κλητική ενικού του σαρκοφάγος (αρσενικό)
  2. (λόγιο) γενική ενικού, θηλυκού γένους του σαρκοφάγος
  3. γενική ενικού, ουδέτερου γένους του σαρκοφάγος

  Κλιτικός τύπος ουσιαστικού επεξεργασία

σαρκοφάγου θηλυκό