Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο σαρκοφάγος η σαρκοφάγος
σαρκοφάγα
το σαρκοφάγο
      γενική του σαρκοφάγου της σαρκοφάγου
σαρκοφάγας
του σαρκοφάγου
    αιτιατική τον σαρκοφάγο τη σαρκοφάγο
σαρκοφάγα
το σαρκοφάγο
     κλητική σαρκοφάγε σαρκοφάγε
σαρκοφάγα
σαρκοφάγο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι σαρκοφάγοι οι σαρκοφάγοι
σαρκοφάγες
τα σαρκοφάγα
      γενική των σαρκοφάγων των σαρκοφάγων των σαρκοφάγων
    αιτιατική τους σαρκοφάγους τις σαρκοφάγους
σαρκοφάγες
τα σαρκοφάγα
     κλητική σαρκοφάγοι σαρκοφάγοι
σαρκοφάγες
σαρκοφάγα
ομάδα '-ος -ος -ο & -α', Κατηγορία όπως «ζημιογόνος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία 1 επεξεργασία

σαρκοφάγος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική σαρκοφάγος < σάρξ + τρώγω (αόριστος ἔφαγον)-φάγος

  Επίθετο επεξεργασία

σαρκοφάγος -α / -ος, -ο

  1. που τρέφεται (αποκλειστικά) με σάρκες, με κρέας
  2. (ζωολογία) ζώο που ανήκει στην τάξη των Σαρκοφάγων
    οι τίγρεις είναι σαρκοφάγα ζώα

Συγγενικά επεξεργασία

Συνώνυμα επεξεργασία

Αντώνυμα επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σαρκοφάγος οι σαρκοφάγοι
      γενική της σαρκοφάγου των σαρκοφάγων
    αιτιατική τη σαρκοφάγο τις σαρκοφάγους
     κλητική σαρκοφάγε σαρκοφάγοι
Κατηγορία όπως «νόσος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
Ρωμαϊκή σαρκοφάγος στους Δελφούς

  Ετυμολογία 2 επεξεργασία

σαρκοφάγος< ελληνιστική κοινή σαρκοφάγος (παρόμοια σημασία) < αρχαία ελληνική σαρκοφάγος

  Ουσιαστικό επεξεργασία

σαρκοφάγος θηλυκό

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία