Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

σαμπανιζέ < (λόγιο δάνειο) γαλλική champagnisé [1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /sam.pa.niˈze/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σαμ‐πα‐νι‐ζέ (συλλαβισμός κατά τη γαλλική προφορά)

  Επίθετο επεξεργασία

σαμπανιζέ άκλιτο

  1. χαρακτηρισμός κρασιού που αφρίζει όπως η σαμπάνια
     συνώνυμα: αφρώδης (οίνος), αφρώδες (κρασί)
  2. για το χρώμα → δείτε τη λέξη σαμπανί (και σαμπανιζέ σε μερικά λεξικά[2]) ή που είναι περίπου χρώματος σαμπανί

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. σαμπανιζέ - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. σαμπανιζέΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)