Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το σακίδιο τα σακίδια
      γενική του σακιδίου
σακίδιου
των σακιδίων
    αιτιατική το σακίδιο τα σακίδια
     κλητική σακίδιο σακίδια
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

σακίδιο < υποκοριστικό του σάκος (κατάληξη: -ίδιο
 
Ένα χακί σακίδιο.

  Ουσιαστικό επεξεργασία

σακίδιο ουδέτερο

  • εκδρομικός σάκος με ιμάντες για να φορεθεί στην πλάτη

  Μεταφράσεις επεξεργασία