Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το σακάκι τα σακάκια
      γενική του σακακιού των σακακιών
    αιτιατική το σακάκι τα σακάκια
     κλητική σακάκι σακάκια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
γκρίζο σακάκι με τζιν και λευκό πουκάμισο

  Ετυμολογία επεξεργασία

σακάκι < σάκος + υποκοριστικό επίθημα -άκι

  Ουσιαστικό επεξεργασία

σακάκι ουδέτερο

  Μεταφράσεις επεξεργασία