Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο σαγηνευτικός η σαγηνευτική το σαγηνευτικό
      γενική του σαγηνευτικού της σαγηνευτικής του σαγηνευτικού
    αιτιατική τον σαγηνευτικό τη σαγηνευτική το σαγηνευτικό
     κλητική σαγηνευτικέ σαγηνευτική σαγηνευτικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι σαγηνευτικοί οι σαγηνευτικές τα σαγηνευτικά
      γενική των σαγηνευτικών των σαγηνευτικών των σαγηνευτικών
    αιτιατική τους σαγηνευτικούς τις σαγηνευτικές τα σαγηνευτικά
     κλητική σαγηνευτικοί σαγηνευτικές σαγηνευτικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

σαγηνευτικός < σαγηνευτής

  Επίθετο επεξεργασία

σαγηνευτικός -ή -ό

σαγηνευτικό χαμόγελο

Συνώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία