σίκαλη
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- σίκαλη < μεσαιωνική ελληνική σίκαλις
Ουσιαστικό επεξεργασία
σίκαλη θηλυκό
- ποώδες φυτό (επισημονική ονομασία Secale cereale), δημητριακό που μοιάζει με το σιτάρι αλλά που είναι πιο ανεκτικό σε δύσκολες περιβαλλοντικές συνθήκες όπως η ξηρασία· από τη σίκαλη παράγεται αλεύρι, και χρησιμοποιείται επίσης στην παρασκευή μερικών ειδών μπύρας
- ψωμί σικάλεως
Συνώνυμα επεξεργασία
Δείτε επίσης επεξεργασία
- σίκαλη στη Βικιπαίδεια