Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σήραγγα οι σήραγγες
      γενική της σήραγγας των σηράγγων
    αιτιατική τη σήραγγα τις σήραγγες
     κλητική σήραγγα σήραγγες
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

σήραγγα < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική σῆραγξ (σπήλαιο, κούφιος βράχος), από την αιτιατική «τὴν σήραγγα», σημασιολογικό δάνειο από την αγγλική tunnel[1] Δείτε και την αρχαία μετοχή σεσηρώς

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈsi.ɾaŋ.ɡa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σή‐ραγ‐γα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

σήραγγα θηλυκό

 
Μία σήραγγα στο Βούπερταλ
  1. υπόγειος δρόμος ή διάβαση που επιτρέπει να διασχίσει κανείς ένα βουνό, έναν λόφο ή ακόμα να περάσει κάτω από ένα ποτάμι
  2. μεγάλος αγωγός

Συνώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος ουσιαστικού επεξεργασία

σήραγγα θηλυκό