Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

Αρχικοί
χρόνοι
Φωνή
Eνεργητική
Φωνή
Μέση & Παθητική
Ενεστώτας  σήπω   σήπομαι 
Παρατατικός  ἔσηπον   ἐσηπόμην 
Μέλλοντας  σήψω   σαπήσομαι 
Αόριστος  ἔσηψα   ἐσάπην 
Παρακείμενος  σέσηπα   σέσημμαι 
Υπερσυντέλικος  ἐσεσήπειν   ἐσεσήμμην 
Συντελ.Μέλλ.

  Ρήμα επεξεργασία

σήπω, μέσο και παθητικό σήπομαι

  1. κάνω κάτι να σαπίσει
  2. (μεταφορικά) διαφθείρω

Συγγενικά επεξεργασία

Σύνθετα επεξεργασία

Σημειώσεις επεξεργασία

  • Ο παρακείμενος σέσηπα χρησιμοποιείται με παθητική σημασία (σαπίζω)