σέγα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | σέγα | οι | σέγες |
γενική | της | σέγας | των | σεγών |
αιτιατική | τη | σέγα | τις | σέγες |
κλητική | σέγα | σέγες | ||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- σέγα < ιταλική sega < segare < λατινική secare, απαρέμφατο ενεστώτα του ρήματος seco (κόβω) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *sek- (κόβω)
Ουσιαστικό επεξεργασία
σέγα θηλυκό
- (εργαλείο) μηχανικό ή χειροκίνητο πριόνι, φορητό ή σταθερό, με λεπτή λάμα για κοπή σχημάτων ή σχεδίων σε επιφάνειες (κατά κανόνα ξύλινες)