Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το σάρκωμα τα σαρκώματα
      γενική του σαρκώματος των σαρκωμάτων
    αιτιατική το σάρκωμα τα σαρκώματα
     κλητική σάρκωμα σαρκώματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

σάρκωμα < σάρξ

  Ουσιαστικό επεξεργασία

σάρκωμα ουδέτερο

  1. (ιατρική) είδος κακοήθους όγκου
  2. (αγιογραφία, ζωγραφική) το ανοικτότερο χρώμα πάνω στον προπλασμό των γυμνών σημείων της εικόνας ή της τοιχογραφίας

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία