σάπων
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
σᾱπων- | ||||||||
ονομαστική | ὁ | σάπων | οἱ | σάπωνες | ||||
γενική | τοῦ | σάπωνος | τῶν | σαπώνων | ||||
δοτική | τῷ | σάπωνῐ | τοῖς | σάπωσῐ(ν) | ||||
αιτιατική | τὸν | σάπωνᾰ | τοὺς | σάπωνᾰς | ||||
κλητική ὦ! | σάπων | σάπωνες | ||||||
δυϊκός | ||||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | σάπωνε | ||||||
γεν-δοτ | τοῖν | σαπώνοιν | ||||||
3η κλίση, Κατηγορία 'κώδων' όπως «κώδων» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- σάπων < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
σάπων, -ωνος αρσενικό
Παράγωγα επεξεργασία
Πηγές επεξεργασία
- σάπων - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.