Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

σάμπα < αγγλική samba < πορτογαλική

  Ουσιαστικό επεξεργασία

σάμπα θηλυκό, μόνο στον ενικό

  Μεταφράσεις επεξεργασία