Δείτε επίσης: σάκος

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο σάκκος οι σάκκοι
      γενική του σάκκου των σάκκων
    αιτιατική τον σάκκο τους σάκκους
     κλητική σάκκε σάκκοι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

σάκκος < αρχαία ελληνική σάκκος ή σάκος

  Ουσιαστικό επεξεργασία

σάκκος αρσενικό



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική σάκκος οἱ σάκκοι
      γενική τοῦ σάκκου τῶν σάκκων
      δοτική τῷ σάκκ τοῖς σάκκοις
    αιτιατική τὸν σάκκον τοὺς σάκκους
     κλητική ! σάκκε σάκκοι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  σάκκω
γεν-δοτ τοῖν  σάκκοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δρόμος' όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

σάκκος < δάνειο σημιτικής προέλευσης , πιθανόν φοινικικό. Δείτε και σάκκος στο αγγλικό Βικιλεξικό.

  Ουσιαστικό επεξεργασία

σάκκος, -ου αρσενικό

  1. τρίχινο χοντρό ύφασμα
  2. ράσο
  3. σάκος, σακί, τσουβάλι
  4. κόσκινο, στραγγιστήρι
  5. άγρια γενειάδα

Άλλες μορφές επεξεργασία

Παράγωγα επεξεργασία

  • (Χρειάζεται ετυμολογικό πεδίο)

  Πηγές επεξεργασία