Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το σάβανο τα σάβανα
      γενική του σάβανου των σάβανων
    αιτιατική το σάβανο τα σάβανα
     κλητική σάβανο σάβανα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

σάβανο < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή σάβανον[1]

  Ουσιαστικό επεξεργασία

σάβανο ουδέτερο

  1. άσπρο ύφασμα για την κάλυψη του νεκρού αμέσως μετά το θάνατό του
  2. (μεταφορικά) κάτι που καλύπτει ό,τι είναι νεκρό [1]

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία