Δείτε επίσης: ῥύγχος

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ρύγχος τα ρύγχη
      γενική του ρύγχους των ρυγχών
    αιτιατική το ρύγχος τα ρύγχη
     κλητική ρύγχος ρύγχη
Κατηγορία όπως «δάσος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
ρύγχος γουρουνιού

  Ετυμολογία επεξεργασία

ρύγχος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ῥύγχος

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈɾiŋ.xos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ρύγ‐χος

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ρύγχος ουδέτερο

  1. (ζωολογία) το εμπρόσθιο τμήμα από το κεφάλι κάποιων ζώων, που προεξέχει και περιλαμβάνει το στόμα και τη μύτη
     συνώνυμα: (οικείο) μουσούδα, μουσούδι
  2. (ανατομία) το ακραίο εμπρόσθιο τμήμα ενός οργάνου του σώματος
  3. η μυτερή άκρη ενός εργαλείου
  4. (γενικότερα) κάθε μυτερή απόληξη

Συγγενικά επεξεργασία

Σύνθετα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία