ρόδο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | ρόδο | τα | ρόδα |
γενική | του | ρόδου | των | ρόδων |
αιτιατική | το | ρόδο | τα | ρόδα |
κλητική | ρόδο | ρόδα | ||
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- ρόδο < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική ῥόδον
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈɾo.ðo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ρό‐δο
Ουσιαστικό επεξεργασία
ρόδο ουδέτερο
- (λουλούδι) το άνθος της τριανταφυλλιάς, τριαντάφυλλο
- (μεταφορικά) κάτι πολύ όμορφο
- ↪ ρόδο του Ισπαχάν (για μια όμορφη κοπέλα)
Πολυλεκτικοί όροι επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
Σύνθετα επεξεργασία
Δείτε επίσης επεξεργασία
- ρόδο στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις επεξεργασία
ρόδο
→ δείτε τη λέξη τριαντάφυλλο |