Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ρισκάρω < ρίσκο

  Ρήμα επεξεργασία

ρισκάρω

  1. προχωρώ σε μια ενέργεια αποδεχόμενος την πιθανότητα μιας άσχημης τροπής
     συνώνυμα: παίρνω τα ρίσκα μου
  2. διακινδυνεύω, βάζω σε κίνδυνο

  Μεταφράσεις επεξεργασία