Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ριζοσπαστικοποιώ < ριζοσπαστικός + -ποιώ

  Ρήμα επεξεργασία

ριζοσπαστικοποιώ (παθητική φωνή: ριζοσπαστικοποιούμαι)

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία