ριζά
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τα | ριζά | ||
γενική | των | ριζών | ||
αιτιατική | τα | ριζά | ||
κλητική | ριζά | |||
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- ριζά < ρίζα
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ριζά ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
Συνώνυμα επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη πρόποδες
Αντώνυμα επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη βουνοκορφή
Μεταφράσεις επεξεργασία
ριζά
|