Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ρευστότητα οι ρευστότητες
      γενική της ρευστότητας των ρευστοτήτων
    αιτιατική τη ρευστότητα τις ρευστότητες
     κλητική ρευστότητα ρευστότητες
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ρευστότητα < ρευστός + -ότητα

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ɾefˈsto.ti.ta/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ρευστότητα θηλυκό

  1. η ιδιότητα των ρευστών (υγρών και αερίων) σωμάτων να κινούνται και να μεταβάλλουν το σχήμα τους
  2. η ιδιότητα μιας κατάστασης που είναι ρευστή, ασταθής, που βρίσκεται σε διαρκή μεταβολή
  3. (οικονομία) η ύπαρξη του αναγκαίου χρήματος σε μετρητά
    ※ Mε αμείωτο ρυθμό συνεχίστηκε και τον Ιούνιο η μείωση των χορηγήσεων σε επιχειρήσεις και νοικοκυριά, με αποτέλεσμα η αγορά να έχει στεγνώσει από ρευστότητα. (εφ. Ελευθεροτυπία, 25/7/2014)
    ※  Η αγορά πάσχει από χαμηλή ρευστότητα.
  4. η αστάθεια
    ※  μετά το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, οι μεγάλες ευρωπαϊκές δυνάμεις αντιμετώπησαν οικονομικά προβλήματα και ρευστότητα στις αποικίες

  Μεταφράσεις επεξεργασία