Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ρεκόρ < (λόγιο δάνειο) γαλλική record < αγγλική record [1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ɾeˈkoɾ/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ρεκόρ ουδέτερο άκλιτο

  1. η επίδοση ενός αθλητή ή μιας ομάδας η οποία, εφόσον έχει καταγραφεί επίσημα, ξεπερνά τις προηγούμενες επιδόσεις στο ίδιο άθλημα
  2. η υψηλότερη επίδοση μιας τιμής που καταρρίπτει όλες τις προηγούμενες

Εκφράσεις επεξεργασία

  • κατέχω το ρεκόρ : έχω σημειώσει την καλύτερη μέχρι τώρα επίδοση
  • σπάω ένα ρεκόρ : καταρρίπτω προηγούμενες επιδόσεις

Σύνθετα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία