Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ρεαλισμός οι ρεαλισμοί
      γενική του ρεαλισμού των ρεαλισμών
    αιτιατική τον ρεαλισμό τους ρεαλισμούς
     κλητική ρεαλισμέ ρεαλισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ρεαλισμός < (λόγιο δάνειο) γαλλική réal(isme) + -ισμός[1] < λατινική realis < res < πρωτοϊταλική *reis < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *reh₁ís

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ɾe.a.liˈzmos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ρε‐α‐λι‐σμός

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ρεαλισμός αρσενικό

  1. η στάση κατά την οποία κάποιος αντιλαμβάνεται την πραγματικότητα και τους περιορισμούς που αυτή θέτει και προσαρμόζει ανάλογα τις επιδιώξεις του
     συνώνυμα: πραγματισμός
  2. (τέχνη) καλλιτεχνικό ρεύμα (κυρίως της λογοτεχνίας και των εικαστικών τεχνών) που αποσκοπεί στην πιστή απόδοση (περιγραφή, απεικόνιση) της πραγματικότητας

Συγγενικά επεξεργασία

Σύνθετα επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία