Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ράφι τα ράφια
      γενική του ραφιού των ραφιών
    αιτιατική το ράφι τα ράφια
     κλητική ράφι ράφια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ράφι < (άμεσο δάνειο) τουρκική raf < περσική رف, raf
 
Ένα ράφι με πήλινα αντικείμενα.

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ράφι ουδέτερο

  • επίπεδο αντικείμενο προσαρμοσμένο στον τοίχο ή σε έπιπλο που χρησιμεύει για να τοποθετούνται αντικείμενα επάνω σε αυτό

Εκφράσεις επεξεργασία

Παράγωγα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία