ράβδωση
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ράβδωση | οι | ραβδώσεις |
γενική | της | ράβδωσης* | των | ραβδώσεων |
αιτιατική | τη | ράβδωση | τις | ραβδώσεις |
κλητική | ράβδωση | ραβδώσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, ραβδώσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- ράβδωση < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ῥάβδωσις < ῥαβδόομαι < ῥάβδος
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈɾa.vðo.si/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ρά‐βδω‐ση
Ουσιαστικό επεξεργασία
ράβδωση θηλυκό
- συνήθως στον πληθυντικό: ραβδώσεις
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη ράβδος
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
ράβδωση
|