Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο πύθωνας οι πύθωνες
      γενική του πύθωνα των πυθώνων
    αιτιατική τον πύθωνα τους πύθωνες
     κλητική πύθωνα πύθωνες
Κατηγορία όπως «φύλακας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 

  Ετυμολογία επεξεργασία

πύθωνας < αρχαία ελληνική Πύθων

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈpi.θo.nas/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πύθωνας αρσενικό

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία