Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο πόλος οι πόλοι
      γενική του πόλου των πόλων
    αιτιατική τον πόλο τους πόλους
     κλητική πόλε πόλοι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

πόλος < αρχαία ελληνική πόλος < πέλω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *kʷel- (κινώ, γυρίζω)
 
Η μαύρη κουκκίδα συμβολίζει τον Βόρειο Πόλο της γης.
 
Ο νότιος (αριστερά) και ο βόρειος (δεξιά) πόλος ενός μαγνήτη.

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈpo.los/
ομόηχο: πώλος

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πόλος αρσενικό

  1. (γεωγραφία) το καθένα από τα δύο ακρότατα σημεία του άξονα περιστροφής της γης ή άλλου ουράνιου σώματος
    Βόρειος Πόλος, Νότιος Πόλος
  2. το καθένα από τα δύο άκρα του άξονα του μαγνητικού πεδίου της γης
    ο μαγνητικός Βόρειος Πόλος της γης δεν ταυτίζεται απόλυτα με τον γεωγραφικό Βόρειο Πόλο
  3. (ηλεκτρολογία) το καθένα από τα δύο άκρα μιας ηλεκτρικής πηγής, μεταξύ των οποίων υπάρχει διαφορά δυναμικού
    ο θετικός και ο αρνητικός πόλος μιας μπαταρίας
  4. το ζεστό ή το κρύο σε βρύση τύπου μπαταρίας
    ο κρύος και ο ζεστός πόλος μιας μπαταρίας
  5. (μεταφορικά) κάτι που έχει ελκτική δύναμη
    αυτό το αξιοθέατο είναι πόλος έλξης τουριστών
  6. τμήμα των επισκοπικών αμφίων
  7. κάλυμμα της κεφαλής των θεαινών

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία