Δείτε επίσης: πυρρός

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /piˈɾos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πυ‐ρός
ομόηχο: πυρρός

  Κλιτικός τύπος ουσιαστικού επεξεργασία

πυρός ουδέτερο



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
πῡρο-
ονομαστική πυρός οἱ πυροί
      γενική τοῦ πυροῦ τῶν πυρῶν
      δοτική τῷ πυρ τοῖς πυροῖς
    αιτιατική τὸν πυρόν τοὺς πυρούς
     κλητική ! πυρέ πυροί
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  πυρώ
γεν-δοτ τοῖν  πυροῖν
2η κλίση, Κατηγορία 'ναός' όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία 1 επεξεργασία

πυρός < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *péh₂wr̥ απ' όπου και το πῦρ. Το σ- του διαλεκτικού τύπου σπυρός πιθανόν να έδωσε τα σῖτος, σπόρος, σπέρμα. Έχει προταθεί και η σύνδεση με τη λιθουανική pū̃ras (στον πληθυντικό pūraĩ το φυτό[1] και την πρωτοσλαβική *pỳrъ) [2][3]

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πυρός, -οῦ αρσενικό

Παράγωγα επεξεργασία

 ετυμολογικό πεδίο 
πυρός 

Δε συνδέεται άμεσα με το πυρ-, πυρρός, πυρσός για τα οποία → δείτε τη λέξη πῦρ
Με διπλές σημασίες: → δείτε πῦρ#Παράγωγα παράγωγα & σύνθετα από τη σημασία «σιτηρό»

  Ετυμολογία 2 επεξεργασία

πυρός: κλιτικός τύπος

  Κλιτικός τύπος ουσιαστικού επεξεργασία

πυρός ουδέτερο

  Αναφορές επεξεργασία

  1. Reconstruction: Proto-Slavic *pyrъ στο αγγλικό Βικιλεξικό
  2. πυρός σελ. 1263-1264 - Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 1‑2.
  3. Reconstruction: Proto-Indo-European *péh₂wr̥ στο αγγλικό Βικιλεξικό

  Πηγές επεξεργασία