Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το πυροφάνι τα πυροφάνια
      γενική του πυροφανιού των πυροφανιών
    αιτιατική το πυροφάνι τα πυροφάνια
     κλητική πυροφάνι πυροφάνια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

πυροφάνι < μεσαιωνική ελληνική πυροφάνι < αρχαία ελληνική πῦρ + -ο- + φανός +
 
Ψάρεμα με πυροφάνι.

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πυροφάνι ουδέτερο

  1. ειδική πλατφόρμα πάνω σε αλιευτικό σκάφος, στην οποία τοποθετείται φανάρι, για να προσελκύονται τη νύχτα με το φως του τα ψάρια
  2. (ναυτικός όρος) το σκάφος (βάρκα, καΐκι, γρι γρι) που έχει εξοπλιστεί με τέτοιο σύστημα
  3. (ναυτικός όρος) (κατ’ επέκταση) ο σχετικός τρόπος ψαρέματος
  4. (μεταφορικά) (οικείο) (στρατιωτική αργκό) η τοποθέτηση για πλάκα, για «διασκέδαση», ανάμεσα στα δάκτυλα του ποδιού κάποιου κοιμισμένου (φαντάρου, φυλακισμένου κ.λπ.) αναμμένου χαρτιού
    → δείτε τη λέξη καψώνι

  Μεταφράσεις επεξεργασία