Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το πυροτέχνημα τα πυροτεχνήματα
      γενική του πυροτεχνήματος των πυροτεχνημάτων
    αιτιατική το πυροτέχνημα τα πυροτεχνήματα
     κλητική πυροτέχνημα πυροτεχνήματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

πυροτέχνημα < λείπει η ετυμολογία
 
Πυροτεχνήματα στον νυχτερινό ουρανό.

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πυροτέχνημα ουδέτερο

  1. το αντικείμενο που περιέχει μικρή ποσότητα εκρηκτικής ύλης και, αφού εκτοξευθεί, εκρήγνυται στον αέρα παράγοντας εντυπωσιακή λάμψη και χρώματα
  2. (μεταφορικά) η εντυπωσιακή ενέργεια χωρίς ουσιαστικό περιεχόμενο

  Μεταφράσεις επεξεργασία