Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πυροσβεστικός η πυροσβεστική το πυροσβεστικό
      γενική του πυροσβεστικού της πυροσβεστικής του πυροσβεστικού
    αιτιατική τον πυροσβεστικό την πυροσβεστική το πυροσβεστικό
     κλητική πυροσβεστικέ πυροσβεστική πυροσβεστικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πυροσβεστικοί οι πυροσβεστικές τα πυροσβεστικά
      γενική των πυροσβεστικών των πυροσβεστικών των πυροσβεστικών
    αιτιατική τους πυροσβεστικούς τις πυροσβεστικές τα πυροσβεστικά
     κλητική πυροσβεστικοί πυροσβεστικές πυροσβεστικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

πυροσβεστικός < πυροσβέστης + -ικός

  Επίθετο επεξεργασία

πυροσβεστικός, -ή, -ό

Συγγενικά επεξεργασία

Πολυλεκτικοί όροι επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία