Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
πῡρᾰμιδ-
ονομαστική πυραμίς αἱ πυραμίδες
      γενική τῆς πυραμίδος τῶν πυραμίδων
      δοτική τῇ πυραμίδ ταῖς πυραμίσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν πυραμίδ τὰς πυραμίδᾰς
     κλητική ! πυραμίς* πυραμίδες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  πυραμίδε
γεν-δοτ τοῖν  πυραμίδοιν
Με βραχύ γιώτα στο θέμα -ίς -ίδος.
* Κατά τη Γραμματική του Smyth, η κλητική ενικού χωρίς το
3η κλίση, Κατηγορία 'πατρίς' όπως «πατρίς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

πυραμίς < αβέβαιης ετυμολογίας Εάν το σχήμα της πυραμίδας και το γλύκισμα ταυτίζονται ετυμολογικά, τότε < ουσιαστικό πυρός (σιτάρι) + αμ- όπως από το ἀμάω.
Κατ' άλλη άποψη, < αρχαία αιγυπτιακή pr-m-ws (ύψος πυραμίδας)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πυραμίς, -ίδος θηλυκό

  1. η πυραμίδα, το οικοδόμημα στην Αίγυπτο
    5ος αιώνας   Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, 2 (Εὐτέρπη), 8
  2. (ελληνιστική σημασία, γλυκό) είδος γλυκίσματος

  Πηγές επεξεργασία