Δείτε επίσης: πυρῆνα

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία 1 επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πυρήνα οι πυρήνες
      γενική της πυρήνας
    αιτιατική την πυρήνα τις πυρήνες
     κλητική πυρήνα πυρήνες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Συνήθως στον ενικό.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
πυρήνα < κληρονομημένο από την αρχαία ελληνική πυρήν από την αιτιατική «τὸν πυρῆνα» με μεταπλασμό σε θηλυκό. [1] Συγκρίνετε με το πυρήνας.

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /piˈɾi.na/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πυ‐ρή‐να

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πυρήνα θηλυκό

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Ετυμολογία 2 επεξεργασία

πυρήνα: κλιτικός τύπός

  Κλιτικός τύπος ουσιαστικού επεξεργασία

πυρήνα αρσενικό

  Αναφορές επεξεργασία