Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πυξίδα οι πυξίδες
      γενική της πυξίδας των πυξίδων
    αιτιατική την πυξίδα τις πυξίδες
     κλητική πυξίδα πυξίδες
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

πυξίδα < αρχαία ελληνική πυξίς < πύξος

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /piˈksi.ða./

  Ουσιαστικό επεξεργασία

 
μία πυξίδα

πυξίδα θηλυκό

  1. όργανο προσανατολισμού. Αποτελείται από ένα κουτί, κατασκευασμένο από μη μαγνητικό υλικό, που στο κέντρο του είναι στερεωμένη μια μαγνητική βελόνα η οποία δείχνει πάντα το βορρά
    • γυροσκοπική πυξίδα : η πυξίδα που με τη βοήθεια γυροσκοπίου δείχνει τον αληθινό βορρά
  2. οτιδήποτε χρησιμοποιείται ως μέσο προσανατολισμού
    η εταιρεία πορεύεται χωρίς πυξίδα τους τελευταίους μήνες
  3. (αρχαιολογία) μικρό κουτί σε διάφορα σχήματα και με κάλυμμα που χρησιμοποιήθηκε για τη φύλαξη κοσμημάτων, εργαλείων κ.λπ.

Συνώνυμα επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία