πυκνώνω
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- πυκνώνω < αρχαία ελληνική πυκνόω-ῶ
Ρήμα επεξεργασία
πυκνώνω
- (μεταβατικό) κάνω κάτι να γίνει πυκνό
- (αμετάβατο) γίνομαι πυκνός
- Το σκοτάδι, που πύκνωνε ολοένα γύρω, σκέπασε και τους δυο περσότερο. (Κωνσταντίνος Χατζόπουλος, Ο Πύργος του Ακροπόταμου )