Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

πυκνά < πυκνός

  Επίρρημα επεξεργασία

πυκνά

  1. με μεγάλη πυκνότητα
  2. συχνά πυκνά: αρκετά ή πολύ συχνά

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία

πυκνά