Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πυγολαμπίδα οι πυγολαμπίδες
      γενική της πυγολαμπίδας των πυγολαμπίδων
    αιτιατική την πυγολαμπίδα τις πυγολαμπίδες
     κλητική πυγολαμπίδα πυγολαμπίδες
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
θηλυκή πυγολαμπίδα
 
προνύμφη πυγολαμπίδας

  Ετυμολογία επεξεργασία

πυγολαμπίδα < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική πυγολαμπίς, από την αιτιατική τὴν πυγολαμπίδα [1] < πυγ(ή) + -ο- + λαμπ- (λάμπω) + -ίς[2]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /pi.ɣo.lamˈbi.ða/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πυ‐γο‐λα‐μπί‐δα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πυγολαμπίδα θηλυκό

  • (έντομο) έντομο κολεόπτερο που έχει την ικανότητα να παράγει φως με βιολογικό τρόπο (συνήθως από το πίσω μέρος του σώματός του)
μέσα στη νύχτα είδε τις πυγολαμπίδες να πετούν μπροστά του

Συνώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. πυγολαμπίδα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. 



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος ουσιαστικού επεξεργασία

πυγολαμπίδα θηλυκό