Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

πτόλεμος < παράλληλος τύπος του πόλεμος (παράβαλε και πόλις - πτόλις)


  Ουσιαστικό επεξεργασία

πτόλεμος αρσενικό

Συγγενικά επεξεργασία