Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πτωτικός η πτωτική το πτωτικό
      γενική του πτωτικού της πτωτικής του πτωτικού
    αιτιατική τον πτωτικό την πτωτική το πτωτικό
     κλητική πτωτικέ πτωτική πτωτικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πτωτικοί οι πτωτικές τα πτωτικά
      γενική των πτωτικών των πτωτικών των πτωτικών
    αιτιατική τους πτωτικούς τις πτωτικές τα πτωτικά
     κλητική πτωτικοί πτωτικές πτωτικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

πτωτικός < ελληνιστική κοινή πτωτικός < αρχαία ελληνική πτῶσις < πίπτω ((σημασιολογικό δάνειο) αγγλική falling[1] [2])

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /pto.tiˈkos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πτω‐τι‐κός

  Επίθετο επεξεργασία

πτωτικός, -ή, -ό

  1. που έχει σχέση με πτώση ή αναφέρεται σ’ αυτή
  2. που παρουσιάζει ελάττωση ή μείωση
     συνώνυμα: καθοδικός
     αντώνυμα: ανοδικός
  3. (γραμματική) που έχει σχέση με τις (γραμματικές) πτώσες ή αναφέρεται σ’ αυτές

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  1. πτωτικός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. πτωτικόςΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)