Δείτε επίσης: πρόληψη, προκατάληψη

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πρόσληψη οι προσλήψεις
      γενική της πρόσληψης* των προσλήψεων
    αιτιατική την πρόσληψη τις προσλήψεις
     κλητική πρόσληψη προσλήψεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, προσλήψεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

πρόσληψη < αρχαία ελληνική πρόσληψις < προσλαμβάνω

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πρόσληψη θηλυκό

  1. η αποδοχή ενός ατόμου στο εργατικό δυναμικό μιάς επιχείρησης ή η ανάθεση σε αυτόν μιας μόνιμης εργασίας έναντι σταθερής αμοιβής
  2. (διατροφολογία) η αποδοχή, μεταβόλιση και αφομοίωση διατροφικών στοιχειων από τον οργανισμό
  3. (ψυχολογία) η αντίληψη και αποδοχή νέων παραστάσεων

  Μεταφράσεις επεξεργασία

εργασιακή σχέση

διατροφική απορρόφηση