Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πρόσκληση οι προσκλήσεις
      γενική της πρόσκλησης* των προσκλήσεων
    αιτιατική την πρόσκληση τις προσκλήσεις
     κλητική πρόσκληση προσκλήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, προσκλήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

πρόσκληση < αρχαία ελληνική πρόσκλησις < προσκαλέω < πρός + καλέω ((σημασιολογικό δάνειο) γαλλική invitation)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πρόσκληση θηλυκό

Άλλες μορφές επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία