Δείτε επίσης: προγονός

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο πρόγονος οι πρόγονοι
      γενική του πρόγονου
προγόνου
των πρόγονων
προγόνων
    αιτιατική τον πρόγονο τους πρόγονους
προγόνους
     κλητική πρόγονε πρόγονοι
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

πρόγονος < αρχαία ελληνική πρόγονος < προγίγνομαι < γίγνομαι < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *ǵenh₁- Συγχρονικά αναλύεται σε πρό- + -γονος.

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈpɾo.ɣo.nos/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πρόγονος αρσενικό ή θηλυκό

  • που έζησε παλιότερα και από τον οποίο κατάγεται κάποιος

Συνώνυμα επεξεργασία

Αντώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία