Δείτε επίσης: πρόλοβος

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο πρόβολος οι πρόβολοι
      γενική του προβόλου
πρόβολου
των προβόλων
    αιτιατική τον πρόβολο τους προβόλους
πρόβολους
     κλητική πρόβολε πρόβολοι
Κατηγορία όπως «δάσκαλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

πρόβολος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική πρόβολος < προβάλλω < πρό- + βάλλω

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈpɾo.vo.los/
παρώνυμο: πρόλοβος

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πρόβολος αρσενικό

  1. οποιαδήποτε μόνιμη επιμήκης προεξοχή
  2. δοκάρι που στηρίζεται στη μία του άκρη
  3. στήριγμα βάθρου γέφυρας
  4. (ναυτικός όρος) ο πλάγιος ιστός που προβάλλει στην πλώρη των ιστιοφόρων με την ίδια κλίση της πλώρης.
    ο πρόβολος των ιστιοφόρων φέρει ξάρτια, προστατευτικό δίχτυ, το ακρόπρωρο ή ξόανο, τον θαλασσομάχο καθώς και μέχρι δύο προεκτάσεις.
    διπλός πρόβολος ή δίδυμος πρόβολος φέρεται από πλοία ειδικών εργασιών όπως φραγματοθέτιδες, πλοία πόντισης καλωδίων, φορτηγιδοφόρα, μεγάλα αλιευτικά κ.λπ.
     συνώνυμα: μπομπρέσο

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία