Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το πρωτόνιο τα πρωτόνια
      γενική του πρωτονίου
πρωτόνιου
των πρωτονίων
    αιτιατική το πρωτόνιο τα πρωτόνια
     κλητική πρωτόνιο πρωτόνια
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

πρωτόνιο < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική proton (1919-1920) < αρχαία ελληνική πρῶτον < πρῶτος

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πρωτόνιο ουδέτερο

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία